Οικονομία

09 Απριλίου 2025 06:49

Δασμοί Τραμπ - Στουρνάρας: Και η Ελλάδα στη δίνη των επιπτώσεων

Ο κ. Στουρνάρας σημείωσε πως οι συνέπειες ενός εμπορικού πολέμου θα είναι αρνητικές για όλες τις εμπλεκόμενες οικονομίες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ

Δασμοί Τραμπ - Στουρνάρας: Και η Ελλάδα στη δίνη των επιπτώσεων
-

Άκουσε το άρθρο

 
 

"Η Ελλάδα αν και έχει μικρή εξάρτηση σε εξαγωγές προς ΗΠΑ ενδέχεται να επηρεασθεί εμμέσως από τις πολιτικές δασμών, καθώς μια συνολική επιβάρυνση της παγκόσμιας οικονομίας, μπορεί να επηρεάσει τη ζήτηση", τόνισε μεταξύ άλλων, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, από το βήμα της ετήσιας γενικής συνέλευσης της κεντρικής τράπεζας, σημειώνοντας ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ιδιαιτέρως ευάλωτη, καθώς οι έμμεσες αντιδράσεις από την ανατροπή των σταθερών σε παγκόσμιο επίπεδο, θα λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά και για την Ευρώπη.

Η ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα στη Γενική Συνέλευση των Μετόχων

Οι αλλαγές στο οικονομικό περιβάλλον

Η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σήμερα σε μια μεταβατική φάση, όπου οι σταθερές που χαρακτήριζαν το μεταπολεμικό διεθνές οικονομικό περιβάλλον μεταβάλλονται σημαντικά, με τις ΗΠΑ να ανατρέπουν το καθεστώς που ίσχυε στο διεθνές εμπόριο και να υιοθετούν πολιτικές δραστικού περιορισμού των εισαγωγών μέσω της επιβολής δασμών. Αυτή η εξέλιξη αναμένεται να οδηγήσει σε επιβράδυνση της παγκόσμιας εμπορικής και οικονομικής δραστηριότητας, πλήττοντας ιδιαίτερα τις χώρες που εξαρτώνται από τις εξαγωγές, αλλά και τις ΗΠΑ.
Ο κίνδυνος ενός γενικευμένου εμπορικού πολέμου και η μείωση της διεθνούς ζήτησης αναμένεται να επηρεάσουν αρνητικά τις εξαγωγές. Η αυξημένη αβεβαιότητα επιβαρύνει επίσης το επενδυτικό κλίμα, δυσχεραίνοντας την προσέλκυση ξένων επενδύσεων.

Η ανακοίνωση της νέας κυβέρνησης των ΗΠΑ για επιβολή υψηλών δασμών στις εισαγωγές αγαθών από το Μεξικό, τον Καναδά, την Κίνα, την ΕΕ και άλλες χώρες σηματοδοτεί μια σαφή αλλαγή πολιτικής που οδηγεί σε αυξημένο εμπορικό προστατευτισμό. Οι δασμοί ύψους 25% στις εισαγωγές από το Μεξικό και τον Καναδά, 20% στις εισαγωγές από την Κίνα και την Ευρώπη και 25% στα αυτοκίνητα αποτελούν τα υψηλότερα επίπεδα περιοριστικών μέτρων στο παγκόσμιο εμπόριο από τη δεκαετία του 1940.

Σημαία ΗΠΑ - Τραμπ

Οι συνέπειες ενός τέτοιου εμπορικού πολέμου θα είναι αρνητικές για όλες τις εμπλεκόμενες οικονομίες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, όπως ήδη επιβεβαιώνουν τα πλέον πρόσφατα στοιχεία για την οικονομία και τις αγορές στις ΗΠΑ.
Ο εμπορικός προστατευτισμός τείνει να προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις, με τις πληγείσες χώρες να ανταποδίδουν με αντίμετρα. Αυτό αναμένεται να οδηγήσει σε κλιμάκωση της κρίσης και επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου, με σοβαρές συνέπειες για την οικονομική δραστηριότητα και την ανάπτυξη.

Επιπλέον, η παραγωγή, μεταποίηση και διάθεση προϊόντων γίνονται μέσα από παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, οι οποίες έχουν αυξήσει την αλληλεξάρτηση των εθνικών οικονομιών. Κατά συνέπεια, η επιβολή δασμών στις εισαγωγές από μια χώρα θα επηρεάσει και τις άλλες χώρες που συμμετέχουν στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, ακόμη και χωρίς την επιβολή αντίμετρων. Τελικά, οι έμμεσες επιδράσεις θα λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά και θα επηρεάσουν την παγκόσμια οικονομία και όχι μόνο τις χώρες στις οποίες επιβάλλονται δασμοί.

Η Ευρώπη, ως οικονομία με υψηλό βαθμό εξωστρέφειας, είναι ιδιαίτερα ευάλωτη σε μια τέτοια εξέλιξη. Η Ελλάδα, αν και έχει μικρή εξάρτηση από τις ΗΠΑ και επομένως αναμένεται να έχει περιορισμένες άμεσες επιπτώσεις από την αύξηση δασμών, ενδέχεται να επηρεαστεί έμμεσα, καθώς μια συνολική επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου μπορεί να μειώσει τη ζήτηση για ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες και να περιορίσει τις προοπτικές ανάπτυξης. Τέλος, η αυξημένη αβεβαιότητα στις αγορές λειτουργεί αποτρεπτικά για τις επενδύσεις, καθώς οι επιχειρήσεις αποφεύγουν να αναλάβουν κινδύνους σε ένα ασταθές περιβάλλον.

Οι εξελίξεις αυτές απαιτούν από τις κυβερνήσεις προσαρμογή των στρατηγικών τους, ώστε να ενισχύσουν την ανθεκτικότητα των οικονομιών τους απέναντι στις νέες συνθήκες. Για την Ελλάδα, η απάντηση σε αυτές τις προκλήσεις βρίσκεται στη συνέχιση της αξιόπιστης δημοσιονομικής πολιτικής, την προσέλκυση επενδύσεων και την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων με στόχο την ενίσχυση της παραγωγικότητας, την προώθηση της καινοτομίας και τη στροφή προς ένα περισσότερο βιώσιμο αναπτυξιακό υπόδειγμα, το οποίο θα βασίζεται στη διαφοροποίηση της παραγωγικής βάσης και στην ανάπτυξη νέων τομέων με υψηλή προστιθέμενη αξία.

Η ποσοτικοποίηση των επιπτώσεων ενός εμπορικού πολέμου είναι μια εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία, καθώς εξαρτάται από παράγοντες όπως η διάρκεια και η ένταση των μέτρων και αντίμετρων, οι χώρες που εμπλέκονται και η ικανότητα των οικονομιών να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες.

Στουρνάρας

Ευρωπαϊκή οικονομία

Η αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας της ευρωζώνης παρουσίασε μια ήπια επιτάχυνση. Ωστόσο, ο ρυθμός ανάπτυξης παρέμεινε υποτονικός και το 2024, φθάνοντας μόλις στο 0,9%. Η ανάπτυξη στηρίχθηκε κυρίως στην άνοδο της κατανάλωσης και τη σταδιακή χαλάρωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών, ενώ θετική συμβολή είχε και η ενίσχυση του διεθνούς εμπορίου. Παράλληλα όμως, ανασχετικά επέδρασε η επίμονη αβεβαιότητα που προκαλούν οι διεθνείς γεωπολιτικές εξελίξεις, αλλά και οι πολιτικές ανακατατάξεις σε επιμέρους χώρες. Το περιβάλλον αυτό οδήγησε σε ύφεση στη Γερμανία και σε κάμψη των επενδύσεων σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ.

Στο πεδίο των τιμών, τόσο ο γενικός όσο και δομικός πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ σημείωσαν σημαντική αποκλιμάκωση. Ο γενικός πληθωρισμός υποχώρησε στο 2,4% το 2024 (από 5,4% το προηγούμενο έτος). Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν τρεις βασικοί παράγοντες: (1) η μείωση των τιμών της ενέργειας και των ειδών διατροφής, (2) η διατήρηση της περιοριστικής κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής και (3) η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας σε ορισμένες οικονομίες ? ή ακόμη και ύφεση, όπως στη Γερμανία ? που συγκράτησε τη συνολική ζήτηση. Ο δομικός πληθωρισμός – ο λεγόμενος «πυρήνας» – επίσης μειώθηκε στο 2,8% (από 4,9% το 2023). Η μείωση αυτή αποδίδεται κυρίως στην υποτονική οικονομική δραστηριότητα και την επιβραδυνόμενη αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.

Ενιαία νομισματική πολιτική

Η νομισματική πολιτική αποδείχθηκε αποτελεσματική στην προσπάθεια μείωσης των πληθωριστικών πιέσεων. Η περιοριστική κατεύθυνση των τελευταίων ετών συνέβαλε καθοριστικά στη σταθεροποίηση των πληθωριστικών προσδοκιών και στη σταδιακή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, χωρίς σημαντικές επιπτώσεις στην αγορά εργασίας. Κατά τη διάρκεια του 2024, η νομισματική πολιτική άρχισε να γίνεται σταδιακά λιγότερο περιοριστική, αντανακλώντας τη σημαντική υποχώρηση των πληθωριστικών πιέσεων.

Έτσι, το 2024 ξεκίνησε η διαδικασία ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής, με τη σταδιακή μείωση των βασικών επιτοκίων και τη μετάβαση προς ένα πιο ουδέτερο νομισματικό περιβάλλον. Η πολιτική επιτοκίων του Ευρωσυστήματος βασίστηκε σε μια δυναμική αξιολόγηση των οικονομικών συνθηκών, με τις αποφάσεις να προσαρμόζονται διαδοχικά ανάλογα με τα διαθέσιμα δεδομένα. Από τον Ιούνιο του 2024 μέχρι το Μάρτιο του 2025 το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ προχώρησε σε έξι μειώσεις των επιτοκίων πολιτικής κατά 25 μονάδες βάσης (μ.β.) κάθε φορά, καθώς ενισχύθηκε η πεποίθηση ότι ο πληθωρισμός συγκλίνει σταθερά προς το στόχο του 2% εντός του 2025. Μέχρι το τέλος Μαρτίου του 2025, το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων είχε μειωθεί συνολικά κατά 150 μ.β. από 4% το Σεπτέμβριο του 2023, φθάνοντας στο 2,5%. Ως αποτέλεσμα, οι συνθήκες χρηματοδότησης γίνονται σταδιακά πιο χαλαρές, καθώς οι μειώσεις των επιτοκίων έχουν αρχίσει να μειώνουν το κόστος δανεισμού για επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Ωστόσο, συνολικά, οι νομισματικές συνθήκες παραμένουν περιοριστικές, ενώ το κόστος εξυπηρέτησης των υφιστάμενων δανείων εξακολουθεί να είναι αυξημένο, αντανακλώντας τις επιπτώσεις των προηγούμενων αυξήσεων επιτοκίων.

Στο πλαίσιο της διαδικασίας ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής περιλαμβάνεται και η σταδιακή συρρίκνωση του ισολογισμού του Ευρωσυστήματος. Κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2024 η ΕΚΤ δρομολόγησε τη σταδιακή μείωση των επανεπενδύσεων του προγράμματος ΡΕΡΡ με στόχο τον τερματισμό τους έως το τέλος του έτους.


Ελληνική οικονομία

Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να επιδεικνύει ισχυρή ανθεκτικότητα και να καταγράφει θετικές επιδόσεις. Το 2024 ο ρυθμός ανάπτυξης διαμορφώθηκε στο 2,3%, παραμένοντας στα ίδια επίπεδα σε σχέση με το προηγούμενο έτος και αισθητά υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Στην ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας συνέβαλαν κυρίως η ιδιωτική κατανάλωση, οι επενδύσεις και οι εξαγωγές υπηρεσιών.
Ειδική αναφορά αξίζει να γίνει στον τομέα των επενδύσεων, ο οποίος παρουσιάζει ισχυρή δυναμική τα τελευταία χρόνια. Από το 2019 και μετά, οι επενδύσεις σημειώνουν σταθερή άνοδο, καλύπτοντας μέρος του σημαντικού επενδυτικού κενού που είχε δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους. Η συμβολή τους στον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης υπερβαίνει σημαντικά το μέσο όρο της ευρωζώνης, φθάνοντας μεταπανδημικά κατά μέσο όρο τις 1,6 ποσοστιαίες μονάδες (ποσ. μον.), έναντι μόλις 0,3 ποσ. μον. στην ευρωζώνη. Ιδιαίτερη σημασία δεν έχει μόνο ο όγκος, αλλά και η ποιοτική αναβάθμιση της σύνθεσης των επενδύσεων. Πριν από την κρίση χρέους, σχεδόν οι μισές ιδιωτικές επενδύσεις αφορούσαν την κατασκευή κατοικιών, ενώ οι παραγωγικές επενδύσεις παρέμεναν ανεπαρκείς, περιορίζοντας τις προοπτικές μακροπρόθεσμης ανάπτυξης. Σήμερα όμως η εικόνα έχει αντιστραφεί: περίπου τα 4/5 των ιδιωτικών επενδύσεων κατευθύνονται σε παραγωγικό κεφάλαιο και το υπόλοιπο 1/5 σε κατοικίες. Εφόσον αυτή η τάση διατηρηθεί και συνοδευθεί από περαιτέρω αύξηση του όγκου των συνολικών επενδύσεων, μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά στην αναδιάρθρωση του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας.

Στουρνάρας

Ο γενικός πληθωρισμός υποχώρησε περαιτέρω το 2024, φθάνοντας στο 3%. Παρ’ όλα αυτά, παρέμεινε υψηλότερος από το μέσο όρο της ευρωζώνης, κυρίως λόγω του επίμονου πληθωρισμού στις υπηρεσίες, που εμπόδισε την ταχύτερη αποκλιμάκωσή του. Ο πυρήνας του πληθωρισμού άρχισε να αποκλιμακώνεται, για πρώτη φορά μετά από δύο χρόνια, καθώς ο ρυθμός αύξησης των τιμών στα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά επιβραδύνθηκε αισθητά.

Η αγορά εργασίας συνέχισε τη θετική της δυναμική και το 2024, με την ανεργία να υποχωρεί περαιτέρω στο 10,1% και τη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό να ενισχύεται. Παρά τη βελτίωση αυτή, η αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από εντεινόμενη πλέον στενότητα σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν. Πολλές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν αυξανόμενες δυσκολίες στην κάλυψη των αναγκών τους σε προσωπικό – ακόμη και μετά τη σημαντική αύξηση των μισθών που καταγράφηκε το 2024.

Η αύξηση μάλιστα των αποδοχών των εργαζομένων το 2024 ήταν σημαντικά υψηλότερη σε σχέση με το 2023, ενισχύοντας ουσιαστικά το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Πιο συγκεκριμένα, οι συνολικές αμοιβές από εξαρτημένη εργασία αυξήθηκαν με ρυθμό 7,4%, ενώ οι αμοιβές ανά μισθωτό κατέγραψαν άνοδο της τάξεως του 6%. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν τρεις βασικοί παράγοντες: (1) η αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, (2) η επαναφορά των επιδομάτων προϋπηρεσίας (τριετιών) για τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα και (3) η περαιτέρω αύξηση του κατώτατου μισθού.

Μετά την πρόοδο των τελευταίων ετών, η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας εμφάνισε μικρή επιδείνωση το 2024. Η επιδείνωση αυτή σχετίζεται με την ανατίμηση του ευρώ, η οποία επέδρασε αρνητικά στην ανταγωνιστικότητα ως προς τις σχετικές τιμές. Παράλληλα όμως, η ανταγωνιστικότητα ως προς το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος επηρεάστηκε αρνητικά από δύο παράγοντες: αφενός τη χαμηλότερη αύξηση των μισθών στην υπόλοιπη ευρωζώνη και αφετέρου τη μεγαλύτερη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στις περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες σε σύγκριση με την Ελλάδα. Όσον αφορά τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, η θέση της χώρας παρέμεινε ουσιαστικά στάσιμη στους συναφείς σύνθετους δείκτες. Η υστέρηση σε κρίσιμους τομείς – όπως ο ψηφιακός μετασχηματισμός, η καινοτομία και οι παραγωγικές επενδύσεις – συνεχίζει να αποτελεί τροχοπέδη για τη βελτίωση της κατάταξης της Ελλάδος στους διεθνείς δείκτες ανταγωνιστικότητας.

Στουρνάρας

Επιδείνωση κατέγραψε και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, με το έλλειμμα να διευρύνεται στο 6,4% του ΑΕΠ.
Αντίθετα, οι ξένες άμεσες επενδύσεις σημείωσαν σημαντική άνοδο το 2024, αγγίζοντας τα €6 δισεκ. (ή περίπου 2,5% του ΑΕΠ). Πρόκειται για το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας εικοσαετίας. Συνολικά, η ενίσχυση των ξένων άμεσων επενδύσεων αντανακλά τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος μετά τις πρόσφατες αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας, αλλά και την ολοκλήρωση έργων αποκρατικοποιήσεων.

Δημοσιονομικές εξελίξεις

Ως προς τις δημοσιονομικές εξελίξεις, οι οποίες αποτελούν βασικό πυλώνα για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης των αγορών και για τη συνολική σταθερότητα της οικονομίας, τα επιτεύγματα υπήρξαν εντυπωσιακά. Η συνετή δημοσιονομική πολιτική των τελευταίων ετών, σε συνδυασμό με τις εντατικές προσπάθειες για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, αποδίδει πλέον απτά και μετρήσιμα αποτελέσματα. Τα φορολογικά έσοδα αυξάνονται με μόνιμο τρόπο μέσω της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης και επιτυγχάνονται σταθερά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα χωρίς την ανάγκη επιβολής περιοριστικών μέτρων. Η υπεραπόδοση των εσόδων έναντι των στόχων του Προϋπολογισμού επέτρεψε τη χρηματοδότηση πρόσθετων δημόσιων δαπανών για επενδύσεις και για στήριξη των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, το πρωτογενές πλεόνασμα για το 2024 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 3,5% του ΑΕΠ – επίπεδο σημαντικά υψηλότερο από τις προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Σχεδίου και του Προϋπολογισμού. Το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος αναμένεται να υπερβεί τις πληρωμές τόκων, γεγονός που θα καταστήσει την Ελλάδα μια από τις ελάχιστες ευρωπαϊκές χώρες με πλεονασματικό προϋπολογισμό σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης. Ένας πλεονασματικός προϋπολογισμός συμβάλλει στις προσπάθειες ενίσχυσης της εθνικής αποταμίευσης, με θετικές επιδράσεις και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι, με εξαίρεση την περίοδο της πανδημίας, η χώρα διατηρεί πρωτογενή πλεονάσματα επί επτά έτη – στα έξι από αυτά σε επίπεδα άνω του 2% του ΑΕΠ – ενώ σταθερά υπερβαίνει τους δημοσιονομικούς στόχους για εννέα συνεχόμενα έτη. Οι επιδόσεις αυτές αποτελούν σαφή ένδειξη της υπεύθυνης άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής και της αποκατάστασης της αξιοπιστίας της χώρας. Αντανακλούν τα αποτελέσματα τόσο της διαρθρωτικής προσαρμογής της προηγούμενης δεκαετίας όσο και των μεταρρυθμίσεων στη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, διαψεύδοντας στην πράξη τις αρχικές επιφυλάξεις περί ενδεχόμενης δημοσιονομικής κόπωσης.

Το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ συνεχίζει να αποκλιμακώνεται με γρήγορο ρυθμό, ξεπερνώντας τις επιδόσεις των περισσότερων κρατών-μελών της ευρωζώνης. Το 2024 η μείωση ήταν αισθητή όχι μόνο ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά και σε απόλυτους (ονομαστικούς) όρους. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, το χρέος της γενικής κυβέρνησης εκτιμάται ότι μειώθηκε κατά περίπου 10 ποσ. μον. του ΑΕΠ σε σχέση με το 2023, στο 153,8% – το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010. Σε σωρευτική βάση, από το 2020 η Ελλάδα καταγράφει την ταχύτερη μείωση δημόσιου χρέους μεταξύ των προηγμένων οικονομιών, πάνω από 50 ποσ. μον. του ΑΕΠ μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια.
Όσον αφορά την απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης – που παρέχουν σημαντική δημοσιονομική ώθηση στην οικονομία – η Ελλάδα συνεχίζει να συγκαταλέγεται στους πρωτοπόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μέχρι σήμερα, η χώρα έχει εισπράξει το 51% των συνολικών διαθέσιμων κονδυλίων, (δηλαδή περίπου €18 δισεκ.), έχοντας ήδη εκπληρώσει το 28% των συμφωνημένων στόχων του προγράμματός της. Με την επόμενη δόση, που αναμένεται σύντομα, το συνολικό ποσό θα ανέλθει στα €21,3 δισεκ. – περίπου 60% των συνολικών διαθέσιμων πόρων – με ποσοστό υλοποίησης των προαπαιτούμενων δράσεων που θα φθάνει το 35%. Στο δανειακό σκέλος, παρατηρείται ουσιαστική πρόοδος στην υπογραφή συμβάσεων δανείων, ενώ στο σκέλος των επιχορηγήσεων οι εκταμιεύσεις προς τους τελικούς δικαιούχους έχουν επιταχυνθεί σημαντικά. Οι εξελίξεις αυτές ενισχύουν τη συμβολή των δημόσιων επενδύσεων στην οικονομική ανάπτυξη.

Στουρνάρας

Τραπεζικός τομέας

Τα τραπεζικά επιτόκια χορηγήσεων κινήθηκαν πτωτικά στις περισσότερες κατηγορίες δανείων, ακολουθώντας τη γενικότερη αποκλιμάκωση των επιτοκίων της νομισματικής πολιτικής. Το κόστος τραπεζικού δανεισμού για τις επιχειρήσεις μειώθηκε κατά 32 μ.β., καθώς τα περισσότερα επιχειρηματικά δάνεια είναι κυμαινόμενου επιτοκίου και συνδέονται άμεσα με κάποιο επιτόκιο αναφοράς. Για τα δάνεια προς τα νοικοκυριά, οι μειώσεις των επιτοκίων ήταν συνολικά πιο περιορισμένες: ενώ τα επιτόκια των καταναλωτικών δανείων μειώθηκαν κατά 50 μ.β., τα επιτόκια στα στεγαστικά δάνεια παρέμειναν ουσιαστικά αμετάβλητα. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι τα περισσότερα δάνεια αυτής της κατηγορίας είναι σταθερού επιτοκίου και καθορίζονται από την τιμολογιακή πολιτική των τραπεζών.

Πτωτική πορεία κατά τη διάρκεια του έτους παρουσίασαν και τα επιτόκια καταθέσεων, παραμένοντας ωστόσο, κατά μέσο όρο, σε υψηλότερο επίπεδο σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Τα επιτόκια προθεσμιακών καταθέσεων για τις επιχειρήσεις ακολούθησαν τις μειώσεις των βασικών επιτοκίων. Αντίθετα, η προσαρμογή στα αντίστοιχα επιτόκια των νοικοκυριών ήταν πιο αργή και περιορισμένη. Η σχετική ανελαστικότητα αυτών των επιτοκίων οφείλεται στην πρόθεση των πιστωτικών ιδρυμάτων να διατηρήσουν ισχυρή την καταθετική τους βάση – ιδιαίτερα μετά την εξόφληση των υποχρεώσεών τους προς την ΕΚΤ – δεδομένης και της στροφής αρκετών καταθετών προς εναλλακτικές τοποθετήσεις, όπως τα έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου.

Ο ετήσιος ρυθμός της τραπεζικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα συνολικά επιταχύνθηκε σημαντικά το 2024. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά την αυξημένη παροχή δανείων τόσο προς τις επιχειρήσεις – με ιδιαίτερη έμφαση στη στήριξη των μικρομεσαίων – όσο και προς τα νοικοκυριά.
Οι τραπεζικές καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα συνέχισαν την ανοδική τους πορεία το 2024, με ρυθμό ταχύτερο σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Συνολικά, οι καταθέσεις αυξήθηκαν κατά €8,6 δισεκ. το 2024 και το υπόλοιπό τους διαμορφώθηκε στα €204 δισεκ. – το υψηλότερο επίπεδο από τις αρχές του 2011. Η αύξηση αυτή προήλθε κυρίως από τις επιχειρήσεις, αντανακλώντας την ενίσχυση της πιστωτικής επέκτασης και την αύξηση του κύκλου εργασιών τους. Η άνοδος των καταθέσεων των νοικοκυριών ήταν πιο συγκρατημένη, καθώς παρατηρείται στροφή προς εναλλακτικές επενδυτικές επιλογές.

Όσον αφορά τα τραπεζικά ιδρύματα, τα θεμελιώδη μεγέθη τους συνέχισαν να βελτιώνονται το 2024. Η πρόοδος αυτή επέτρεψε – για πρώτη φορά μετά από μια δεκαπενταετία – τη διανομή μερίσματος από τις συστημικές τράπεζες, γεγονός με ιδιαίτερο συμβολισμό και ουσιαστική σημασία για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης. Η κερδοφορία ενισχύθηκε περαιτέρω, αντανακλώντας τη συνεχιζόμενη αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους και προμήθειες. Οι δείκτες ρευστότητας παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητοι σε σχέση με το 2023, διατηρούμενοι ωστόσο σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από τις εποπτικές απαιτήσεις και τους αντίστοιχους μέσους όρους της ευρωζώνης – παρά την πλήρη αποπληρωμή των πράξεων TLTRO του Ευρωσυστήματος. Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας κατέγραψαν σημαντική βελτίωση, συγκλίνοντας προς τα ευρωπαϊκά επίπεδα. Η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου βελτιώθηκε αισθητά σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, συγκλίνοντας περαιτέρω προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων υποχώρησε στο χαμηλότερο επίπεδο από την ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ. Τέλος, η αναδιάρθρωση των λιγότερο σημαντικών τραπεζών συνέβαλε ουσιαστικά στην ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Η δημιουργία του λεγόμενου “πέμπτου πόλου” – με αυξήσεις κεφαλαίου των μικρότερων ιδρυμάτων και κυρίως με τη συγχώνευση της Παγκρήτιας Τράπεζας με την Τράπεζα Αττικής – αύξησε τον ανταγωνισμό στον τραπεζικό κλάδο και διεύρυνε τις δυνατότητες χρηματοδότησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Οι θετικές εξελίξεις στα βασικά μεγέθη των τραπεζών, σε συνδυασμό με τη βελτίωση του θεσμικού πλαισίου, αποτυπώθηκαν μεταξύ άλλων στις συνεχείς αναβαθμίσεις του αξιόχρεου των ελληνικών τραπεζών από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, ενδυναμώνοντας περαιτέρω το κλίμα εμπιστοσύνης προς το χρηματοπιστωτικό τομέα της χώρας.

Τράπεζα της Ελλάδος - ΤτΕ - κτήριο

Προβλέψεις

Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να διατηρηθεί στο 2,3% και το 2025 – επίπεδο πολύ υψηλότερο από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να αποτελούν τις κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης, ενώ η συμβολή του εξωτερικού τομέα εκτιμάται ότι θα είναι ουδέτερη. Η συνεχιζόμενη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας θα συνοδευθεί από μια μικρή περαιτέρω αποκλιμάκωση της ανεργίας στο 9,9%.
Ο γενικός πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει ελαφρώς το 2025 στο 2,9%, ενώ ο δομικός πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα παραμείνει σταθερός. Ανοδική πίεση στις τιμές θα προέλθει κυρίως από την επιστροφή του ενεργειακού πληθωρισμού σε θετικά επίπεδα, καθώς και από την αναμενόμενη αύξηση του πληθωρισμού των υπηρεσιών. Αντίθετα, αποκλιμάκωση προβλέπεται στον πληθωρισμό των ειδών διατροφής και των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών.

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών προβλέπεται να βελτιωθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ, παραμένοντας ωστόσο σε υψηλό επίπεδο. Τα δημοσιονομικά μεγέθη εκτιμάται ότι θα παραμείνουν σε υγιή επίπεδα και το 2025. Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί στο 2,6% του ΑΕΠ. Παράλληλα, το δημόσιο χρέος προβλέπεται να συνεχίσει την πτωτική του πορεία, φθάνοντας στο 144,4% του ΑΕΠ.

Η νομισματική πολιτική το 2025 αναμένεται να γίνει σταδιακά λιγότερο περιοριστική, καθώς τα επιτόκια πολιτικής θα συνεχίσουν να μειώνονται. Ο πληθωρισμός σε επίπεδο ευρωζώνης έχει πλέον προσεγγίσει σημαντικά το στόχο του 2% και οι προβλέψεις της ΕΚΤ δείχνουν ότι η τάση αυτή είναι διατηρήσιμη και συμβατή με τη σταθερότητα των τιμών. Σε κάθε περίπτωση, η ΕΚΤ παραμένει επιφυλακτική, επισημαίνοντας ότι οι αποφάσεις της θα εξακολουθήσουν να βασίζονται στα εκάστοτε διαθέσιμα δεδομένα και στην πορεία του πληθωρισμού, διασφαλίζοντας την ομαλή προσαρμογή της οικονομίας της ευρωζώνης στη νέα νομισματική πραγματικότητα.

Πηγές κινδύνου και αβεβαιότητας

Οι κίνδυνοι για την παγκόσμια οικονομία το 2025 είναι σημαντικοί, εντείνοντας την αβεβαιότητα ως προς την πορεία της ανάπτυξης και του πληθωρισμού. Η άνοδος του εμπορικού προστατευτισμού – με αιχμή τις δασμολογικές πολιτικές των ΗΠΑ και τα αντίμετρα από βασικούς εμπορικούς εταίρους τους – αποτελούν τις βασικές εστίες αβεβαιότητας. Η πρόσφατη κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου από τις ΗΠΑ με την ανακοίνωση της επιβολής δασμών σε μεγάλο αριθμό χωρών αναμένεται να εντείνει τις διαταράξεις στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού. Οι εξελίξεις αυτές απειλούν την ανθεκτικότητα των οικονομιών, περιορίζοντας το διεθνές εμπόριο και επιδεινώνοντας τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές συνθήκες και τις επενδύσεις, ενώ αυξάνουν τον κίνδυνο νέων πληθωριστικών πιέσεων και αναμένεται να επιβραδύνουν την παγκόσμια ανάπτυξη.

Στην οικονομία της ευρωζώνης, οι καθοδικοί κίνδυνοι παραμένουν σημαντικοί. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται: (1) οι παρατεταμένες γεωπολιτικές εντάσεις, που επηρεάζουν τις εφοδιαστικές αλυσίδες και προκαλούν μεταβλητότητα στις τιμές της ενέργειας, (2) οι καθυστερημένες επιπτώσεις από την προηγούμενη αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής, που ενδέχεται να περιορίσουν περισσότερο την κατανάλωση και τις επενδύσεις, (3) η δημοσιονομική προσαρμογή σε ορισμένα κράτη-μέλη, που θα μπορούσε να επιβραδύνει τη ζήτηση, (4) οι δασμολογικές πολιτικές των ΗΠΑ, που ενδέχεται να πλήξουν τις ευρωπαϊκές εξαγωγές, ιδίως σε κρίσιμους βιομηχανικούς κλάδους, και (5) οι μακροχρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες, όπως η χαμηλή παραγωγικότητα, η μειωμένη ανταγωνιστικότητα και οι δημογραφικές προκλήσεις.

Οι αποκλίνουσες προοπτικές για τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη μεταξύ των χωρών εντείνουν την αβεβαιότητα και καθιστούν τη χάραξη νομισματικής πολιτικής πιο σύνθετη. Τυχόν νέα αναζωπύρωση του πληθωρισμού ή των πληθωριστικών προσδοκιών ενδέχεται να επιβραδύνει ή και να ανακόψει τη διαδικασία ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής, επιδεινώνοντας τις χρηματοπιστωτικές συνθήκες και την αναπτυξιακή δυναμική. Από την άλλη πλευρά, μια παρατεταμένη περιοριστική κατεύθυνση ασκεί πιέσεις σε ευάλωτους τομείς της οικονομίας. Παράλληλα, οι γεωπολιτικές εντάσεις, η μεταβλητότητα στις αγορές και η άνοδος των αποδόσεων των ομολόγων στη ζώνη του ευρώ καθιστούν τις χρηματοδοτικές συνθήκες ακόμη πιο περιοριστικές. Επιπλέον, τυχόν αυξανόμενη διαφοροποίηση της νομισματικής πολιτικής μεταξύ των μεγάλων οικονομιών μπορεί να προκαλέσει αναταράξεις στις συναλλαγματικές ισοτιμίες και στις διεθνείς ροές κεφαλαίων. Ως εκ τούτου, ο παγκόσμιος κύκλος νομισματικής πολιτικής αναμένεται να είναι λιγότερο συγχρονισμένος, καθώς οι κεντρικές τράπεζες καλούνται να εξισορροπήσουν την επιδίωξη του στόχου για τον πληθωρισμό με τη διαχείριση των επιπτώσεων στο κόστος ενέργειας και των εισαγωγών αγαθών από τις εμπορικές εντάσεις και την επιβολή νέων δασμών. Σε αυτό το περιβάλλον αυξημένης πολυπλοκότητας, η διατήρηση της αξιοπιστίας της νομισματικής πολιτικής προϋποθέτει ευελιξία και ετοιμότητα για έγκαιρη αναπροσαρμογή της κατεύθυνσής της, ώστε να περιοριστεί η αβεβαιότητα και να διασφαλιστεί η μακροοικονομική σταθερότητα.

Για την ελληνική οικονομία, η βασική πρόκληση παραμένει η διατήρηση ισχυρού ρυθμού ανάπτυξης και η επιτάχυνση της πραγματικής σύγκλισης προς το μέσο όρο της ΕΕ. Πέρα από τους διεθνείς και ευρωπαϊκούς κινδύνους, πρόσθετες αβεβαιότητες αποτελούν: (1) ενδεχόμενες καθυστερήσεις στην απορρόφηση και την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, (2) η αυξανόμενη συχνότητα και ένταση των φυσικών καταστροφών λόγω της κλιματικής κρίσης και (3) η εντεινόμενη στενότητα στην αγορά εργασίας και οι υψηλότερες μισθολογικές αυξήσεις.

Στουρνάρας

Προτάσεις πολιτικής

Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση όλων των παραπάνω προκλήσεων, απαιτείται μια συνεκτική στρατηγική οικονομικής πολιτικής, με έμφαση στη μεταρρυθμιστική συνέπεια, τη δημοσιονομική σταθερότητα και την ενίσχυση της παραγωγικής δυναμικής.
Η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, ιδιαίτερα σε τομείς με διαχρονικές αδυναμίες (όπως η απονομή δικαιοσύνης), αποτελεί προϋπόθεση για την ενίσχυση της επενδυτικής εμπιστοσύνης και την προσέλκυση νέων κεφαλαίων. Παρεμβάσεις που περιορίζουν τη γραφειοκρατία, επιταχύνουν τον ψηφιακό μετασχηματισμό και προωθούν τον ανταγωνισμό μπορούν να βελτιώσουν ουσιαστικά το επιχειρηματικό περιβάλλον. Παράλληλα, είναι κρίσιμη η επιτάχυνση της απορρόφησης και η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, με στόχο τη μείωση του επενδυτικού κενού, την ενίσχυση του δυνητικού προϊόντος και της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας και συνολικά τη βελτίωση της ανθεκτικότητας της οικονομίας. Η επένδυση στην έρευνα, την καινοτομία και το ανθρώπινο κεφάλαιο είναι καθοριστική για την ανάσχεση της μακροχρόνιας πτώσης της παραγωγικότητας. Τέλος, η περαιτέρω διεύρυνση της εξωστρέφειας της οικονομίας – με αύξηση της παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών – θα συμβάλει στη σταδιακή διόρθωση των διαρθρωτικών ανισορροπιών στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Η παρατηρούμενη στενότητα της αγοράς εργασίας απαιτεί πρωτοβουλίες, προκειμένου να μη διαταραχθεί η αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας. Προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στην αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, ιδιαίτερα των νέων και των γυναικών, στην ενίσχυση της τεχνικής εκπαίδευσης και στη συνεχή αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων. Παράλληλα, απαιτούνται ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης για τους μακροχρόνια ανέργους, καθώς και κίνητρα για την ενσωμάτωση και προσέλκυση εξειδικευμένων μεταναστών. Καθοριστικής σημασίας είναι επίσης η αντιστοίχιση των δεξιοτήτων με τις ανάγκες της αγοράς, η αντιστροφή του “brain drain”, αλλά και η επανένταξη και η παραμονή περισσότερων εργαζομένων στην αγορά εργασίας.

Το ευρωπαϊκό σχέδιο επανεξοπλισμού προσφέρει στην Ελλάδα μια στρατηγική ευκαιρία για την ενίσχυση της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας και της παραγωγικής της βάσης. Μέσω της κοινής ευρωπαϊκής χρηματοδότησης, η χώρα μπορεί να επωφεληθεί ουσιαστικά, υπό την προϋπόθεση ενεργού συμμετοχής της σε διεθνή σχήματα συμπαραγωγής. Αυτό θα συμβάλει τόσο στην ενίσχυση της αυτάρκειας όσο και στην τόνωση των εξαγωγών. Παράλληλα, οι αυξημένες αμυντικές δαπάνες θα πρέπει να κατευθύνονται σε καλά σχεδιασμένες επενδύσεις με υψηλό αναπτυξιακό αποτύπωμα ? σε υποδομές, ενέργεια, έρευνα και καινοτομία ? ώστε να ενισχύονται και άλλοι κλάδοι της οικονομίας. Με τον τρόπο αυτό, η αξιοποίηση των κονδυλίων για την άμυνα μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για μια πιο ισχυρή και ανθεκτική παραγωγική βάση.
Η εμπειρία των τελευταίων κρίσεων ανέδειξε την ανάγκη για πιο ανθεκτικά δημόσια οικονομικά και για συνεπή άσκηση αντικυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής. Για την Ελλάδα, η διατήρηση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας και η συμμόρφωση με το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο είναι κομβικής σημασίας. Βασικές προτεραιότητες παραμένουν η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων και η δημιουργία ικανών αποθεμάτων ασφαλείας διαχρονικά. Παράλληλα, απαιτείται περαιτέρω διεύρυνση της φορολογικής βάσης – με εντατικότερες προσπάθειες για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής – ώστε να ενισχυθεί η φορολογική δικαιοσύνη.

Τέλος, οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας συνδέονται άμεσα με την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της ευρωζώνης – κάτι που προϋποθέτει την επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης και τον αποτελεσματικότερο συντονισμό των πολιτικών. Οι τρέχουσες διεθνείς ανατροπές αποτελούν για την Ευρώπη, εκτός από απειλή, μια κλήση αφύπνισης. Η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης, η δημιουργία μιας πλήρως λειτουργικής Ένωσης Κεφαλαιαγορών – στο πλαίσιο της στρατηγικής για την Ένωση Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων – καθώς και η διαμόρφωση μιας συνεκτικής στρατηγικής για τη Δημοσιονομική Ένωση είναι κρίσιμες προτεραιότητες. Την ανάγκη αυτή υπογραμμίζουν τόσο η έκθεση Draghi για την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης όσο και η έκθεση Letta για τη βάθυνση της ενιαίας αγοράς. Στην ίδια κατεύθυνση, η “Πυξίδα Ανταγωνιστικότητας” της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προσφέρει συγκεκριμένο πλαίσιο δράσεων – από την απλοποίηση κανονισμών και την ενίσχυση της καινοτομίας έως την αύξηση της χρηματοδότησης και τη στήριξη της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης. Οι πρωτοβουλίες αυτές είναι απαραίτητες για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα, να διασφαλιστεί η συνοχή και να ενδυναμωθεί η στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης, σε ένα ιδιαίτερα απαιτητικό και ρευστό διεθνές περιβάλλον.

Η θετική πορεία της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια δεν αποτυπώνεται μόνο στους μακροοικονομικούς δείκτες. Εξίσου σημαντική είναι η πρόοδος που έχει συντελεστεί σε θεσμικό επίπεδο, η οποία αποτέλεσε πρόσθετο παράγοντα για τις αναβαθμίσεις της οικονομίας. Η ενίσχυση της πολιτικής σταθερότητας και της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης, η βελτίωση της ποιότητας του ρυθμιστικού περιβάλλοντος, των δημοκρατικών θεσμών και του κράτους δικαίου, καθώς και η πρόοδος στην καταπολέμηση της διαφθοράς, στήριξαν την εμπιστοσύνη των αγορών στην ικανότητα της χώρας να υλοποιεί αξιόπιστες πολιτικές και να προσελκύει επενδύσεις.
Παρ’ όλα αυτά, η κατάταξη της Ελλάδος σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες παραμένει χαμηλή, ιδίως όσον αφορά το κράτος δικαίου, την ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης και την προβλεψιμότητα της εφαρμογής των νόμων. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει την ανάγκη για συνέχιση των μεταρρυθμίσεων προκειμένου να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο η εμπιστοσύνη στους θεσμούς – στοιχείο καθοριστικό για τη σταθερότητα της οικονομίας και την ανθεκτικότητα απέναντι σε μελλοντικές κρίσεις.

Σε ένα διεθνές περιβάλλον όπου σωρεύονται νέες αβεβαιότητες, η υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και η εμπιστοσύνη στους θεσμούς αποτελούν προϋποθέσεις για την ενίσχυση της κοινωνικής ευημερίας. Η Ελλάδα έχει την ιστορική ευκαιρία να ολοκληρώσει το μετασχηματισμό της οικονομίας της, συνεχίζοντας την πορεία σύγκλισης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Τα οφέλη των μεταρρυθμίσεων είναι πλέον εμφανή στην οικονομία, με μετρήσιμα και αδιαμφισβήτητα αποτελέσματα. Η διατήρηση της πολιτικής βούλησης για εφαρμογή αξιόπιστων μεταρρυθμιστικών πολιτικών είναι κλειδί για να μετατρέψουμε τις κρίσεις σε ευκαιρίες, ώστε η χώρα να ξεπεράσει οριστικά τις διαχρονικές αδυναμίες της και να διαμορφώσουμε μια σύγχρονη, βιώσιμη, εξωστρεφή και ανταγωνιστική οικονομία.

Ειδήσεις σήμερα:

Σπάτα: Νεκρό 3χρονο παιδί που παρασύρθηκε από αυτοκίνητο

Έγκλημα - Εύβοια: Έχασε το σπίτι σε πλειστηριασμό, σκότωσε τον νέο ιδιοκτήτη και αυτοκτόνησε

Παράνομη ταρίχευση νεκρών: Σύλληψη ιατροδικαστή, νεκροτόμου και ιδιοκτήτη γραφείου τελετών 

12345   8910
  Ακολουθήστε το antenna.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις!
 Απαγορεύεται η αναπαραγωγή του παρόντος άρθρου, χωρίς αναφορά στην πηγή antenna.gr (με ενεργό σύνδεσμο προς το antenna.gr)